FOTOART - ΑΡΘΡΑ
FOTOART - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ  INDEX

HOME GALLERY ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΡΘΡΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΕΧΝΕΣ INTERNET ΑΓΟΡΑ ΑΓΓΕΛΙΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ BACK

Το φιλμ

Από το "Χρονικό της φωτογραφίας" του Τάκη Χρονάκη

Έβλεπα το καράβι να λύνει τους κάβους, ακούγονταν οι οδηγίες στα μεγάφωνα της πρύμνης, στη φωτογραφική μου μηχανή είχαν μείνει τρία καρέ από το τελευταίο 36αρι, στο πορτοφόλι μου τα λεφτά έφταναν για ένα πακέτο τσιγάρα και ένα καφέ. Για μια ακόμη φορά οι καλοκαιρινές μου διακοπές τελείωναν. Το ταξίδι μέχρι τον Πειραιά θα κρατούσε πάνω από 15 ώρες. Πρώτο μέλημα ο χώρος του ύπνου. Γυρνούσα το καράβι γύρω-γύρω να βρω τον κατάλληλο χώρο και κάποια στιγμή πέτυχα μια ωραία γωνιά δίπλα από μια σκάλα. Άπλωσα τον υπνόσακο και έκατσα παρατηρώντας τον κόσμο. Κάποιες στιγμές έφερνα τη μηχανή στο μάτι, αλλά σκεπτόμενος τα 3 τελευταία καρέ την κατέβαζα αμέσως. Το καράβι ξεκίνησε και ο ήλιος ήρθε κόντρα ,όλα μες στο κάδρο μου έγιναν σιλουέτες. Σηκώθηκα πήγα μέχρι το μπαρ, πήρα τσιγάρα. Αυτόν το καφέ να τον πάρω τώρα ή μετά; Απορροφημένος από αυτή τη βαθυστόχαστη σκέψη εμπόδιζα την ουρά και έτσι προχώρησα, δίστασα πήγα να ξαναγυρίσω, (να τον πάρω τελικά τον καφέ) αλλά οι πίσω δεν μ'αφήσανε, έπρεπε να περιμένω ξανά απ'την αρχή. Πηγαίνοντας προς τα πίσω άκουσα μια φωνή.
-Θέλεις κάτι να στο πάρω εγώ
-Αα ευχαριστώ πολύ, ένα καφέ, έναν γλυκό με γάλα.
-Φραπέ;
-Εε φραπέ ,ναι.
Πρέπει να είχα πολύ χαμένο ύφος, χαμένο και έκπληκτο μαζί.
Σε λίγο είχα τον καφέ στο χέρι μου.
-Ελένη.
-Τάκης. Σ'ευχαριστώ πολύ, πόσο έκανε;
-Τίποτε κερνάω εγώ.
Πιάσαμε τη κουβέντα, η Ελένηγύριζε και εκείνη από τις καλοκαιρινές της διακοπές πίσω στη δουλειά. Της είπα να πάμε στη γωνιά μου με τον υπνόσακο να πιούμε το καφέ μας. Η ώρα πέρναγε πολύ ευχάριστα μαζί της. Η φωνή της είχε μια ζεστή χροιά, με ηρεμούσε.
-Ταξιδεύω με μια φίλη ,την έχω αφήσει τόση ώρα μόνη της. Να πάω λίγο να τη βρω και να τα πούμε πιο μετά.
-Πήγαινε, εγώ εδώ γύρω θα είμαι.
Έφυγε. Το παιγνίδι με τη μηχανή ξανάρχισε. Τη σήκωνα, κάδρο, ξανά κάτω, τα 3 καρέ με έκαναν δισταχτικό. Ένα πρόσωπο μου τράβηξε τη προσοχή, τον σημάδευα πολύ ώρα, κάποια στιγμή έπιασα αυτό που ήθελα, τα καρέ έγιναν δύο.
Βαρέθηκα, σηκώθηκα να κάνω μια βόλτα.
Γυρνώντας από δω και από κει βρήκα αυτό που θα με έκανε να ξεβαρεθώ, μια κιθάρα. Πήρα το πιο καλό μου ύφος και τη ζήτησα από τον ιδιοκτήτη της, μου την έδωσε, κάθισα εκεί παραδίπλα και άρχισα να γρατζουνάω. Άρχισε να μαζεύεται κόσμος, ήρθε και η Ελένη με τη φίλη της, άρχισαν να έρχονται κεράσματα, μπύρες, κρασιά, το κλίμα γινόταν όλο και πιο ζεστό.

ΕΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

Ο άνθρωπος που μου δάνεισε τη κιθάρα ήταν μέλος ενός συγκροτήματος που όλα τα μέλη του ήταν στο καράβι γιατί γυρνούσαν από καλοκαιρινή δουλειά στο νησί. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν στη παρέα όλοι. Είχαμε πια και μπουζούκι, ακορντεόν, τουμπελέκι και τραγουδίστρια. Η παρέα όλο και μεγάλωνε. Άφησα λίγο τη κιθάρα σε κάποιον άλλο, έπρεπε να φάω και να πιώ κάτι από τα τόσα κεράσματα, μη πήγαιναν χαμένα. Κάθισα δίπλα στη Ελένη που εξακολουθούσε να τραγουδάει, είχε υπέροχη φωνή.
-Πρέπει να ψάξω και τόπο για να κοιμηθώ απόψε.
-Γιατί δεν έχετε βρει;
-Όχι.
-Ε έλα εκεί που έχω εγώ το sleeping bag, χωράει κι άλλο άνετα.
-Αλήθεια;
-Εμ τι ψέματα;
-Πάω να τα κανονίσω και ξανάρχομαι.
Μου έδωσαν τη κιθάρα ξανά. Το γλέντι συνεχίζονταν. Η Ελένη ξαναήρθε.
-Ωραία, έστρωσα.
"Στρώσε το στρώμα σου για δυό,για σένα και για μένα..." ήταν η τραγουδιστική μου απάντηση.
-Και εσείς πότε έχετε σκοπό να πάτε για ύπνο κύριε;
-Ε να εξαντλήσουμε πρώτα το ρεπερτόριο μας κυρία μου.
-Ωχ σωθήκαμε. Εσύ θα φτάσουμε στο Πειραιά και ακόμα θα τραγουδάς.
-Ε όχι, σε λιγάκι...
-Καλά εγώ πάω, νύσταξα ...
-Εντάξει σε λιγάκι θα έρθω κι εγώ...
Όμως η διάθεση της παρέας δεν έπεφτε με τίποτε ,το "λιγάκι" έγινε δύο ώρες. Πήγα να ξαπλώσω και εγώ κάποια στιγμή. Η Ελένη κοιμόταν. Κοιμήθηκα κοιτάζοντας ένα κομμάτι ουρανού.
Το πρωί ξύπνησα αντικρίζοντας ένα υπέροχο χαμόγελο και ένα καφέ.
-Καλημέρα, σε λίγο φτάνουμε, προλαβαίνουμε ένα καφέ.
-Καλημέρα.
-Πόσο κράτησε το "λιγάκι" το βράδυ;
-Χμ.
-Τι χμ μωρέ; Εγώ στο είπα μέχρι το Πειραιά θα τραγουδάς.
-Ακόμα δεν φτάσαμε στο Πειραιά... Ελένη μου κάνεις ζήλιες;
-Σου κάνω, έχεις πρόβλημα;
-Όχι, κανένα.
-Πάω να δω τι απόγινε η φίλη μου. Και θα ξανάρθω. Περίμενε με να κατέβουμε μαζί.
-Θα σε περιμένω.
-Θα μου μαζέψεις το sleeping bag;
-Θα στο μαζέψω.
-Αφήνω και το τσαντάκι μου εδώ, μη χαθούμε.
-Δε θα χαθούμε.
Σηκώθηκα, μάζεψα τα sleeping bag και χάζευα το κόσμο. Το παιγνίδι με τη φωτογραφική μηχανή ξανάρχισε, δύο καρέ ακόμα, μάλλον ένα, θα αφήσω ένα για τη Ελένη. Η Ελένη δεν ξανάρθε, περίμενα μέχρι που άδειασε το καράβι. Το sleeping bag το χάρισα μια φορά στη Αίγινα σε ένα Ολλανδό που του είχαν κλέψει το δικό του. Μες στο τσαντάκι είχε ένα κοκαλάκι για τα μαλλιά και μια φωτογραφική μηχανή με ένα φίλμ τραβηγμένο. Θεώρησα ότι θα ήταν αδιακρισία να το εμφανίσω. Το έβρισκα μπροστά μου σε όλες τις μετακομίσεις που έκανα. Κάποια στιγμή μετά από 20 χρόνια το έδωσα για εμφάνιση. Πήρα τις φωτογραφίες, τα χρώματα ήτανε χάλια, κυριαρχούσε μια κοκκινωπή απόχρωση. Σε όλες ήμουν εγώ. Πριν από 20 χρόνια, χαμογελαστός παίζω κιθάρα και τραγουδάω, γύρω μου κόσμος, πρόσωπα χαμογελαστά, καλοκαιρινά, μαυρισμένα. Μερικές είναι φλου, σε μερικές έχω κόκκινα μάτια...

ΕΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

Ο Τάκης Χρονάκης υπήρξε για πολλά χρόνια φωτογράφος και  ταξιδιώτης ,
τα τελευταία  χρόνια έχει αποσυρθεί σε μια ήσυχη επαρχιακή πόλη
και γράφει το "Χρονικό της φωτογραφίας" όπως το ονομάζει ο ίδιος.

FOTOART - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ © 2001-2007 FOTOART ALL RIGHTS RESERVED