Εκτός
από τις χιλιάδες φωτογραφίες του αρχείου μου έχω τραβήξει
και αρκετές εκατοντάδες που
δεν τις έχω, δεν μου ανήκουν, δεν τις έχω δει ποτέ. Δεν
ξέρω τι έφταιγε (λες και έγραφε "φωτογράφος" κάπου
στο κούτελο μου) αλλά όπου κι αν πήγαινα πάντα θα βρισκόταν
κάποιος που θα μου ζητούσε να τον τραβήξω μια φωτογραφία
με τη δική του φωτογραφική μηχανή, συνήθως κάποιο ζευγάρι.
Έτσι έπιασα στα χέρια μου για πρώτη φορά πολύ καλά
μοντέλα φωτογραφικών μηχανών που μόνο στα διαφημιστικά
φυλλάδια τα
είχα δει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια Nikon F2 που έπιασα στα
χέρια μου ένα καλοκαίρι στην Ακρόπολη για να τραβήξω ένα
ζευγάρι με φόντο τον Λυκαβηττό. Την πρώτη μου Leica σε
μια εκδρομή στους Δελφούς. Μια Canon A1 στην Επίδαυρο.
Την πρώτη
ψηφιακή στον Πόρο. Αλλά η μέρα που με έκανε να σκεφτώ για
όλα αυτά ήτανε μια μέρα πριν μερικά χρόνια στη Σαντορίνη.
Από το πρωί εκείνη τη μέρα όλοι μου ζήταγαν να τους φωτογραφίσω.
Το μεσημέρι ήδη είχα αρχίσει να χαμογελάω πλατιά σε όποιον
με πλησίαζε με φωτογραφική μηχανή. Εντάξει στην θάλασσα,
στον αρχαιολογικό χώρο στο Ακρωτήρι και στην Οία το
θεωρώ
λογικό, αλλά στον απογευματινό μου καφέ πάνω απ'την Καλντέρα
κατάλαβα ότι δεν θα είχε τελειωμό. Με τη συντροφιά μου
είχαμε αρχίσει να το σχολιάζουμε κάθε φορά γελώντας
δυνατότερα.
Σε ένα κατάστημα με τουριστικά αναμνηστικά όταν μου ζήτησαν
οι ιδιοκτήτες να τους φωτογραφίσω με κάποιους πελάτες τους
κατάλαβα ότι αυτό το πράγμα με κυνηγούσε. Στο bar πίνοντας
το ποτό μου απλά περίμενα στωικά τη στιγμή - που ήρθε γρήγορα
τελικά - που θα με χτύπαγαν στον ώμο από κάποια παρέα να
τους φωτογραφίσω όπως χόρευαν. Η νύχτα είχε προχωρήσει
και στο
δρόμο για το σπίτι είπα ότι αυτό ήταν, δεν θα είχε συνέχεια.
Αλλά έγινε κι αυτό. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο εμφανίζετε
από
το πουθενά, μες την ερημιά, κατεβαίνει ένα
ζευγάρι μου
δίνουν την φωτογραφική τους μηχανή και τους φωτογραφίζω
με φλας, με φόντο το τίποτε, τη νύχτα.
Tα
πιο ωραία μου πορτραίτα τα έχω για πάντα χαμένα... |
|