Σπύρου Μελετζή, Ιθάκη. Δήμος Ιθάκης, Αθήνα 2001.
Σελ. 163. ISBN 960 87081 1 7

Κρήτη - Crete. Εκδόσεις Θυμέλη/Μπανούση, Αθήνα & Χανιά
2001.
Σελ. 203. ISBN 960 87181 0 4
............Παρά
την εντυπωσιακή ποσοτική και ποιοτική άνοδο των ελληνικών φωτογραφικών
εκδόσεων τα τελευταία έτη, παραμένει
η υποψία ότι σε πολλές περιπτώσεις ούτε η ορθή αντιμέτωπιση του
ιστορικού φωτογραφικού υλικού έχει ακόμα ξεκαθαρισθεί, ούτε και
οι εκδότες έχουν πάντοτε σαφή εικόνα σε ποιούς τελικά απευθύνονται
οι παραγωγές των: στους φιλότεχνους, στους μελετητές της φωτογραφίας,
στους τουρίστες, στους νοσταλγούς του παρελθόντος ή απλώς σε όσους
αναζητούν ένα λίγο-πολύ εύσχημο δώρο; Δύο πρόσφατα λευκώματα, αφιερωμένα
στην Ιθάκη και στην Κρήτη, έρχονται το καθένα με τον δικό του τρόπο
να αποδείξουν του λόγου το αληθές, γιατί ενώ και τα δύο περιέχουν
ενδιαφέρον υλικό και είναι σε γενικές γραμμές καλοδεχούμενα, χαρακτηρίζονται
από μια έλλειψη εστίασης που μοιάζει ενδημική στον χώρο της φωτογραφικής
έκδοσης.
...........Και κατ’αρχάς μία διαπίστωση
που είναι, πιστεύω, καθοριστική: αν και τα βιβλία αυτά συμπεριλαμβάνουν
κατατοπιστικά κείμενα αναγνωρισμένων
μελετητών της φωτογραφίας, της Νίνας Κασσιανού το πρώτο και της
Ειρήνης Μπουντούρη το δεύτερο, μελετητών οι οποίοι προφανώς ασχολήθηκαν
και με την επιλογή του εικονογραφικού υλικού, εντούτοις - αν και
οι μόνοι κατ’ουσίαν ενδεδειγμένοι - δεν εμφανίζονται με την ιδιότητα
του επιμελητή. Ο επιμελητής όμως είναι που χρεώνεται τη σύλληψη,
δεοντολογία, επίβλεψη και σχεδιασμό ενός τέτοιου βιβλίου, και χωρίς
το ευρύτερο αυτό όραμα, το εγχείρημα κινδυνεύει να χάσει τη συνοχή
του. Αναπόφευκτα λοιπόν, για τις τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες των
εκδόσεων αυτών υπεύθυνοι πρέπει να θεωρηθούν οι εκδότες ή οι όποιοι
εντολοδότες.
..........Βασισμένο σε έρευνα της
Κασσιανού, το λεύκωμα «Ιθάκη, με τη ματιά του Σπύρου Μελετζή» είναι
παραγωγή
του Δήμου Ιθάκης με χρηματοδότηση
της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρουσιάζει εκατό άγνωστες φωτογραφίες του
Μελετζή, απόρροια τριών επισκέψεων στο νησί το 1939, το 1953 και
το 1956. Μαυρόασπρες, τετράγωνες, παραδοσιακές σε σύλληψη και εκτέλεση,
οι σχετικά λιτές αυτές εικόνες δεν παύουν να αποτελούν πολύτιμη
προσθήκη στο δημοσιευμένο έργο του κλασσικού πλέον έλληνα φωτογράφου.
Ξεχωρίζουν ορισμένες προπολεμικές φωτογραφίες του λιμανιού, αρκετές
σκηνές από τη ζωή του νησιού, και προπάντων οι λίγες σχετικά εικόνες
από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953. Σε αντίθεση με άλλες
πτυχές του έργου του Μελετζή, οι πιο πετυχημένες φωτογραφίες του
λευκώματος είναι και οι λιγότερο θεατρικές, παράδειγμα η σχολική
χορωδία σε κάποια εθνική εκδήλωση, τα κορίτσια πλαισιωμένα από
τις κοστουμαρισμένες αρχές του νησιού και με φόντο σημαίες και
πορτραίτα των βασιλέων.
Αξιοσημείωτα είναι και τα σχόλια του Μελετζή που παραθέτει η Κασσιανού
στο κείμενό της, όπως η παρατήρηση ότι εκτός από τις βαρειές μηχανές
του, “κουβαλούσε και έναν αγγλικό ταξιδιωτικό οδηγό, γιατί δεν
ήθελε να επισκέπτεται τα μέρη αδιάβαστος”. Δυστυχώς ο υπεύθυνος
εκδόσεως, φοβούμενος ίσως τη σοβαροφάνεια, αμέλησε να συμπεριλάβει
τις απαραίτητες πηγές των λημμάτων. Τα περισσότερα από αυτά προφανώς
οφείλονται σε συζητήσεις που είχε η Κασσιανού με τον φωτογραφο,
όχι όμως όλα. Mια εκτενής αναφορά στις σχέσεις του Μελετζή με τον
δάσκαλό του Γεώργιο Μπούκα, λόγου χάριν, προέρχεται από τον κατάλογο
«Σπύρος Μελετζής: Φωτογραφία 1923-1991» (Φωτογράφος, Αθήνα 1992).
Γιά τον ίδιο ίσως λόγο, τελείως όμως αδικαιολόγητα, έχουν παραληφθεί
οι χρονολογίες των φωτογραφιών. Όσον αφορά τη γενικώτερη παρουσίαση,
αντί για το κάπως φλύαρο οδοιπορικό («Ας κρατήσουμε απ’ το χέρι
τον μεγάλο τυφλό ραψωδό κι ας αφήσουμε να μας οδηγήσει...») που
ακολουθεί το κείμενο της Κασσιανού, ο αναγνώστης μάλλον θα προτιμούσε
περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη σύλληψη και χρήση των φωτογραφιών.
Προβληματικές τελικά είναι και οι αναπαραγωγές, αφού τη σάρωση
ακολούθησε υπερβολική όξυνση της ψηφιοποιημένης εικόνας, με εντελώς
αφύσικο αποτέλεσμα στους υψηλούς κυρίως τόνους.
.........Το λεύκωμα με μονολεκτικό
τίτλο «Κρήτη – Crete», αν και περιέχει πολύτιμο υλικό, είναι από
ορισμένες
απόψεις ακόμα πιο αόριστο.
Δημοσιευμένο από τους εκδοτικούς οίκους Θυμέλη (Αθήνα) και Μπανούση
(Χανιά) με χορηγεία της Νομαρχικής Αυτοδιοίκησης Χανίων και διαφόρων
κρητικών επιχειρήσων μεταξύ των οποίων και ένα ξενοδοχείο, παρουσιάζει,
ταξινομημένες κατά νομούς, φωτογραφίες με θέμα την Κρήτη που στεγάζονται
στα φωτογραφικά αρχεία του Μουσείου Μπενάκη και Borel-Boissonas.
Ούτε και εδώ αναφέρεται επιμελητής, οι φωτογραφίες όμως συνοδεύονται
από κείμενα της Ειρήνης Μπουντούρη και του Γιώργη Μανουσάκη.
.........Δυσκολεύεται κανείς να συλλάβει
το σκεπτικό πίσω από το ομολογουμένως καλαίσθητο αυτό λεύκωμα.
Πρόκειται εκ πρώτης όψεως για μαυρόασπρες
φωτογραφίες πέντε διαφορετικών και εξαιρετικά άνισων φωτογράφων
με κοινό θέμα το τoπίο και τους κατοίκους της μεγαλονήσου, γρήγορα
όμως ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι το κατά πολύ μεγαλύτερο μέρος
των φωτογραφιών (100 συνολικά) είναι της Έλλης Σεραϊδάρη, ενώ ένας
σαφώς μικρότερος αριθμός (21) είναι του Boissonas. Στα έργα αυτά
έρχονται να προστεθούν λίγες φωτογραφίες της Έλλης Παπαδημητρίου
(6), του Περικλή Παπαχατζιδάκη (19) και του Στέφανου Μαλικόπουλου
(3). Με άλλα λόγια, πρόκειται κατ’ ουσίαν για έναν τόμο με τις
κρητικές φωτογραφίες της Σεραϊδάρη, αρκετές από τις οποίες είχαν
προηγουμένως δημοσιευθεί στον εξοργιστικά ανεπαρκή τόμο των εκδόσεων
Νήσος με τίτλο «Πρόσωπα της Κρήτης» (ενδεικτικά, η εν λόγω έκδοση
δεν ανέφερε καν χρονολογία έκδόσης).
.........Από καλλιτεχνικής όσο και
ιστορικής σκοπιάς, αναμφισβήτητα μεγαλύτερη αξία παρουσιάζουν οι
φωτογραφίες
του Boissonas, τραβηγμένες κατά
τη διάρκεια επισκέψεων το 1911 και το 1920. Ο Ελβετός φωτογράφος
και ακούραστος ταξιδιώτης επιβεβαιώνει για άλλη μία φορά την προεξάρχουσα
θέση που κατέχει ως ερμηνευτής του ελλαδικού χώρου στις αρχές του
20ου αιώνα. Το ενδιαφέρον του εδώ εστιάζεται περισσότερο στον αστικό
χώρο παρά στο φυσικό τοπίο: απεικονίζει μια κοσμοπολίτικη Κρήτη,
ζωτικό ακόμα μέρος του κοινωνικού και εμπορικού πλέγματος της ανατολικής
Μεσογείου πριν από τη θλιβερή ανταλλαγή πληθυσμών του 1922.
Οι φωτογραφιές της Σεραϊδάρη, αν και οι πρώτες τραβήχτηκαν λιγότερο
από μια δεκαετία αργότερα, παρουσιάζουν μια Κρήτη αμιγώς ελληνική,
αποτέλεσμα προφανώς της επιτυχημένης επιχείρησης εθνοκάθαρσης.
Με τις φωτογραφίες της, του 1927 αλλά και προπάντων του 1939, η
Σεραϊδάρη συμβάλλει ενεργά στη δημιουργία μιας μυθικής Κρήτης,
αγροτικής, λεβέντικης και ανεξάρτητης. Για εμπορικούς όσο και εθνικούς
λόγους (το δεύτερο ταξίδι της σκόπευε στην τουριστική προβολή της
νήσου) επιχειρείται μια εξιδανίκευση και ηρωοποίηση της ανδρικής
κυρίως μορφής: οι βράκες, οι κάπες, οι μπότες και οι μαχαίρες δίνουν
και παίρνουν. Σε συνδυασμό με τη ροπή της φωτογράφου προς το δραματικό
στήσιμο των μοντέλων της, το αποτέλεσμα είναι συχνά μια σαφής έλλειψη
φυσικότητας και μια υπερβολική θεατρικότητα. Οπωσδήποτε πιο ικανοποιητικά
είναι τα τοπία της, όπως και τα λιγότερο περισπούδαστα στιγμιότυπα
του αγροτικού βίου.
.........Η συμμετοχή των τριών άλλων
φωτογράφων είναι διακριτική σε βαθμό εξαφάνισης: το έργο του Μαλικόπουλου
δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί
με βάση τα τρία μόνον δείγματα που παρατείθενται, ενώ ο Παπαχατζιδάκης
φαίνεται επαρκής αλλά ανέμπνευστος χρονικογράφος των Χανίων του
τέλους της δεκαετίας του σαράντα. Όσο για την Παπαδημητρίου, η
παρουσία της γνωστής ερασιτέχνιδος εδώ είναι μάλλον ανεξήγητη,
αφού - για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους - και τα έξι δείγματα
της δουλειάς της είναι υπερφωτισμένα, λάθος εστιασμένα ή και τα
δύο συγχρόνως.
.........Πολυτιμότερο μάλλον στοιχείο
του τόμου αυτού είναι το δοκίμιο της Ειρήνης Μπουντούρη με τίτλο
«Κρητική
Πολιτεία: Η φωτογράφηση ενός
αστικού κόσμου», που αποτελεί υπόδειγμα του είδους, συνδυάζοντας
εμπεριστατωμένη πρωτογενή έρευνα και γνώση της σχετικής βιβλιογραφίας
με πρωτότυπη αντιμετώπιση του υλικού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το
καθ’ όλα πειστικό της συμπέρασμα πως για τις φωτογραφίες τοπίου
προπάντων, «οδηγός της [Σεραϊδάρη] στάθηκε αναμφισβήτητα ο Fred
Boissonnas», καθοδηγώντας την «τόσο στον τρόπο λήψης, όσο και στην
επιλογή της διαδρομής που ακολούθησε», άποψη που υποστηρίζεται
από τη παράθεση εικονικών στοιχείων. Η μετάφραση του δοκιμίου στα
αγγλικά έγινε, ως συνήθως άπταιστα, από τον John Leatham. Eίναι
λοιπόν κρίμα πως οι λεζάντες και το λήμμα του Παντελή Πρεβελάκη
που ανοίγει τον τόμο αφέθηκαν στα χέρια λιγότερο έμπειρου μεταφραστή,
με συχνά αναπάντεχα αποτελέσματα.
.........Εν τέλει, η Ειρήνη Μπουντούρη
και η Νίνα Κασσιανού επιβεβαιώνουν ότι δεν στερούμεθα πια ικανών
μελετητών
στον χώρο της ιστορίας
της ελληνικής φωτογραφίας. Το πρόβλημα τώρα είναι περισσότερο μια
σχετική έλλειψη πληροφόρησης και θάρρους από μέρους των εκδοτών.
Το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν θα ήταν ίσως να δείξουν μεγαλύτερη
εμπιστοσύνη στους ανθρώπους του χώρου.
Γιάννης
Σταθάτος
Copyright (c) Γιάννης Σταθάτος 2004
Τα πνευματικά δικαιώματα του κειμένου αυτού ανήκουν στον συγγραφέα.
Απαγορεύονται η άνευ αδείας αναλογική ή ψηφιακή αντιγραφή και η
οπoιασδήποτε μορφής αναδημοσίευση. Επιτρέπεται εντούτοις η λήψη
και εκτύπωση ενός μόνον αντιγράφου για σκοπούς αναφοράς, έρευνας
και μελέτης.
Σημ.: Άλλα κείμενα του Γιάννη Σταθάτου για τη φωτογραφία και την
τέχνη είναι προσβάσημα στον διαδυκτιακό τόπο www.stathatos.net.
Ο
φωτογράφος και μελετητής της φωτογραφίας Γιάννης Σταθάτος γεννήθηκε
στην
Αθήνα το 1947. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτικές
επιστήμες στο Λονδίνο, όπου και έζησε από το 1969 μέχρι πρόσφατα.
Προσωπική καλλιτεχνική του εργασία έχει παρουσιασθεί σε πολλούς
ευρωπαϊκούς εκθεσιακούς χώρους. Χρημάτισε συχνά επίτροπος μεγάλων
εκθέσεων και διεθνών διοργανώσεων όπως η Μπιενάλε Φωτογραφίας του
Ισραήλ και η Φωτογραφική Συγκυρία Θεσσαλονίκης. Η περιοδεύουσα
έκθεση «Εικόνα & Είδωλο: Η Νέα Ελληνική Φωτογραφία, 1975-1995»
που διοργάνωσε για λογαριασμό του Υπουργείου Πολιτισμού και ο 380
σελίδων κατάλογος που την συνόδευε αποτέλεσαν την πρώτη εις βάθος
κριτική προσέγγιση της σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας. Ο Γιάννης
Σταθάτος είναι τακτικός επιστημονικός συνεργάτης του Μουσείου Φωτογραφίας
Θεσσαλονίκης και ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής των Φωτογραφικών
Συναντήσεων Κυθήρων.