FOTOART - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΑ
FOTOART  - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ INDEX

HOME GALLERY ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΡΘΡΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΕΧΝΕΣ INTERNET ΑΓΟΡΑ ΑΓΓΕΛΙΕΣ GUESTBOOK CHAT ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ BACK

ΡΟΜΠΕΡΤ ΚΑΠΑ: Η ΤΕΛΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2001. Σελ. 571.
ISBN 960 03 3085 9
(Μετάφραση του Robert Capa, The Definitive Collection, Phaedon Press, Λονδίνο 2001)

Από τον Γιάννη Σταθάτο

Όπως μας διδάσκουν τα παραμύθια, οι αποτελεσματικότερες κατάρες έρχονται ενδεδυμένες τα ρούχα των ευχών. Απευθυνόμενη σε φωτογράφο, τέτοια κατάρα θα ήταν η αμφιλεγόμενη ευχή κάποια φωτογραφία του να γίνει παγκοσμίως γνωστή - σε βάρος, αναπόφευκτα, όλου του υπόλοιπου έργου του. Από τη φύση των πραγμάτων, η μοίρα αυτή πλήττει συνήθως τους φωτοδημοσιογράφους που είχαν την τύχη - καλή ή κακή - να αποκρυσταλώσουν σε μία και μόνο εικόνα κάποια αποφασιστική ιστορική στιγμή. Ανάλογες εικόνες είναι η έπαρση του σφυροδρέπανου πάνω από τα ερείπια του ναζιστικού Reichstag που απαθανάτισε ο Yevgeny Khaldei, ή η αυτοσχέδια εκτέλεση υπόπτου στη μέση του δρόμου από τον αστυνομικό διευθυντή της Σαϊγκόν που φωτογράφισε ο Eddie Adams.
Το ίδιο σύνδρομο επηρέασε και τον Robert Capa (1913-1954), συνιδρυτή με τους Cartier-Bresson, David Seymour, George Rogers και William Vandivert του πρακτορείου Magnum. Αν και ένας από τους σημαντικότερους φωτοδημοσιογράφους του 20ου αιώνα, παραμένει εντούτοις γνωστός για δύο κυρίως φωτογραφίες. Η μια είναι η πασίγνωστη εκείνη του Ισπανού πολιτοφύλακα που σωριάζεται νεκρός στη μάχη της Κόρδοβας το 1936 τη στιγμή ακριβώς που φωτογραφίζεται, και η άλλη του Αμερικανού στρατιώτη που προσπαθεί αγωνιωδώς να φθάσει το αβέβαιο άσυλο του Omaha Beach κατά την απόβαση της Νορμανδίας το 1944. Συμπτωματικά, και οι δύο φωτογραφίες γνώρισαν περιπέτειες μετά τη λήψη , η πρώτη κατηγορήθηκε (άδικα) ότι ήταν στημένη, ενώ η δεύτερη είναι μία από μόλις ένδεκα που επέζησαν του καταστρεπτικού λάθος χειρισμού κάποιου τεχνικού στο Λονδίνο.
Στην πραγματικότητα, οι δύο περίφημες αυτές εικόνες αποτελούν μεμωνεμένες ψηφίδες στο συνολικό έργο του Capa. Η επαγγελματική του δραστηριότητα εκτείνεται χρονολογικά από το 1932, όταν φωτογράφισε τον Τρότσκυ στη Κοπενχάγη για λογαριασμό του γερμανικού πρακτορείου Defot, έως το 1954 και τον πρώιμο θάνατό του στα ναρκοπέδια της Ινδοκίνας. Γεννημένος Endre Friedman στη Βουδαπέστη το 1913, αναγκάζεται λόγω των αριστερών του φρονημάτων να εγκαταλείψει την Ουγγαρία σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, καταφεύγοντας πρώτα στη Γερμανία και κατόπιν στη Γαλλία. Παρά την υποστήριξη του συμπατριώτη του Kertesz, ο Capa αρχικά αντιμετώπισε δυσκολίες στην καριέρα του φωτοδημοσιογράφου, δυσκολίες που οφείλοντο εν μέρει στην ξενοφοβία των Γάλλων και εν μέρει σε συνωνυμία του με άλλον, πιο πετυχημένο συνάδελφο.
Η λύση δόθηκε κατά κινηματογραφικό τρόπο όταν ο Friedman και η δυναμική Γερμανίδα συμβία του, Gerda Taro, επινόησαν έναν καθ’ όλα φανταστικό αλλά υποτίθεται διάσημο και πετυχημένο Αμερικανό φωτογράφο, τον «Robert Capa»? εισβάλλοντας στα πρακτορεία, η Gerda διέθετε με επιτυχία τις δήθεν ανάρπαστες φωτογραφίες του ανύπαρκτου Αμερικανού. Το κόλπο δούλεψε τόσο καλά που τελικά ο Endre Friedman αναγκάσθηκε να μεταμορφωθεί επίσημα σε Robert Capa, ταυτότητα που διατήρησε πλέον εφ’ όρου ζωής.
Ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε το 1936 φάνηκε σημαδιακός για τον Capa. Ιδεολογικά τοποθετημένος με το μέρος των δημοκρατικών δυνάμεων στο μάταιο τελικά αγώνα τους εναντίον των φασιστών του στρατηγού Φράνκο, βρήκε τον πραγματικό του εαυτό στη δίνη του πολέμου. Οι φωτογραφίες του, πολύ πιό αυθόρμητες και ανθρώπινες απ’ ότι τότε συνηθίζετο, σημείωσαν άμεση επιτυχία, πρώτα στα πρακτορεία και τους συντάκτες και έπειτα στο κοινό. Δημοσιευμένες στα μεγαλύτερα περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής, γρήγορα κατέστησαν το όνομα του Capa παγκοσμίως γνωστό.

ΕΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ


Με τη σιωπηρή συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων, είχε αρχίσει η ηρωοποίηση του πολεμικού ανταποκριτή και η αναγωγή του από απλό μάρτυρα των γεγονότων, αν όχι σε πρωταγωνιστή, τουλάχιστον σε συντελεστή του εκτυλησόμενου δράματος. Η διαδικασία διαφαίνεται καθαρά στο τεύχος Δεκεμβρίου 1938 του αγγλικού περιοδικού Picture Post, όπου μιας σειράς εικόνων του ισπανικού εμφυλίου προηγείται ολοσέλιδη ηρωική φωτογραφία του ίδιου του Capa. Το συνοδευτικό κείμενο, κάτω από την κραυγαλέα επικεφαλίδα «Ο Μεγαλύτερος Πολεμικός Φωτογράφος του Κόσμου: Robert Capa» διατείνεται μεταξύ άλλων πως «Οι εικόνες που παρουσιάζουμε είναι, απλούστατα, οι καλλίτερες φωτογραφίες δράσης από τη πρώτη γραμμή που πάρθηκαν ποτέ. Είναι έργα του Robert Capa. [...] Ένθερμος δημοκράτης, ζει μόνον για να τραβάει φωτογραφίες.»
Παρά τον φανφαρονισμό τους, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ήσαν αβάσιμοι. Ο Capa ήταν τωόντι ένθερμος δημοκράτης, η φωτογραφία ήταν γι’ αυτόν το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο και εν τέλει, οι πολεμικές του φωτογραφίες αποτελούσαν πράγματι καινοτομία στο χώρο της δημοσιογραφίας. Παράλληλα, όπως ακριβώς και ο φίλος του Ernest Hemingway, τον οποίον συχνά φωτογράφισε, ο Capa ενστικτωδώς σχεδόν δημιούργησε και καλλιέργησε έναν θρύλο γύρω από το όνομά του και το έργο του. Σ’ αυτό συνέτειναν βέβαια, πέρα από το πηγαίο ταλέντο, η προσωπικότητα, η ευφυΐα και η φωτογένειά του: όπως δείχνουν τα πορτραίτα του, εάν κάποιος σχεδίαζε κινηματογραφική ταινία με θέμα τις περιπέτειες φωτοδημοσιογράφου, ο πρωταγωνιστικός ρόλος θα ανήκε δικαιωματικά στον Capa. Ούτε και επρόκειτο για κομπορρημοσύνη εκ του ασφαλούς , δεν μπορεί να καταλογισθεί έλλειμμα θάρρους σε άνθρωπο που επέστρεψε πέντε φορές στο πλευρό της όλο και πιο απελπισμένης πάλης των Ισπανών δημοκρατών, που βρισκόταν στα πρώτα αποβατικά που άγγιξαν τις αμμουδιές της Νορμανδίας, ή που πήδηξε στον Ρήνο με αλεξίπτωτο.
Ο ισπανικός εμφύλιος και η απόβαση της Νορμανδίας παραμένουν οι πιο γνωστές αποστολές του Capa, κάλυψε όμως επίσης τον σινο-ιαπωνικό πόλεμο του 1938, τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου, τον πόλεμο στη Βόρειο Αφρική, την Ιταλική εκστρατεία, την απελευθέρωση του Παρισιού, την πτώση της Γερμανίας και τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1948. Οι εμπειρίες αυτές τον οδήγησαν στο περίφημο απόφθεγμα σχετικά με τη φωτογραφία πολέμου: «Αν οι φωτογραφίες σου δεν είναι αρκετά καλές, σημαίνει πως δεν πλησίασες αρκετά».
 Η σχέση του πολεμικού ανταποκριτή με τους ανθρώπους που φωτογραφίζει έχει πάντα κάτι το διφορούμενο: μοιράζονται τις ίδιες κακουχίες και τους ίδιους κινδύνους, αλλά μία τεράστια, ουσιώδης διαφορά τούς χωρίζει σαν αδιαπέραστο τείχος - το γεγονός δηλαδή ότι ο πρώτος μπορεί ανά πάσα στιγμή να πάει σπίτι του. Ο Michael Herr, που έγραψε το καλύτερο ίσως βιβλίο για τον πόλεμο του Βιετνάμ, περιέγραψε την σχεδόν κωμική έκπληξη κάποιου πεζοναύτη όταν ο δημοσιογράφος ομολόγησε ότι παρίστατο εκουσίως στην πολύνεκρη πολιορκία της αμερικανικής βάσης Khesan: «Είχε υποθέσει πως οι ανταποκριτές ήσαν αναγκασμένοι να βρίσκονται στο Βιετνάμ. Όταν έμαθε ότι είχα ζητήσει να έλθω, σχεδόν του έπεσε η κονσέρβα από τα χέρια. "Τι λες ρε... Για κάτσε. Θες να πεις ότι δεν σε ανάγκασαν να έλθεις; Και όμως είσαι εδώ;"».
Τα κίνητρα που ωθούν ορισμένους ανταποκριτές να διακινδυνέψουν τη ζωή των σε ξένους πολέμους δεν είναι ποτέ απλά ,συνήθως πρόκειται για ένα αξεδιάλυτο μείγμα επαγγελματισμού, ιδεολογικής προδιάθεσης, παλληκαρισμού, ροπής προς την περιπέτεια, φυγής από την υποτιθέμενη πεζή καθημερινότητα, καθώς και της σχέσης που αναπόφευκτα διαμορφώνεται με τους συμπάσχοντες μαχητές, από την καλή θέληση των οποίων συνήθως εξαρτώνται η ελευθερία κινήσεως αλλά και η ζωή του ανταποκριτή. Για τους περισσότερους, η παράξενη αυτή εμπειρία του περιστασιακού πολεμιστή χάνει τη γοητεία της με την πάροδο του χρόνου, ενίοτε όμως εξελίσσεται σε ένα είδος εθισμού από τον οποίον πολύ δύσκολα ξεφεύγει κανείς.
Ο Αποχαιρετισμός Στα Όπλα του Hemingway αρχίζει με την περίφημη φράση «Το φθινόπωρο ο πόλεμος ήταν πάντα εκεί, αλλά δεν πηγαίναμε πιά σ’ αυτόν» - φράση εσκεμμένα παραπλανητική, αφού ολόκληρο το μυθιστόρημα αφορά ακριβώς την εκούσια επιστροφή του πρωταγωνιστή στο μέτωπο, όπου και τελικά βρίσκει τον θάνατο. Ούτε και ο Capa μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να επιστρέψει για μία ακόμα φορά στο μέτωπο - στο όποιο μέτωπο. Το απόγευμα της 25ης Μαΐου 1954, ο Capa συνόδευε ένα άγημα Γάλλων στρατιωτών στο Βόρειο Βιετνάμ όταν πάτησε τη νάρκη που τον σκότωσε ακαριαία , είχε τραβήξει την τελευταία του φωτογραφία λίγα μόλις λεπτά πριν.
Η παραδειγματική αυτή μονογραφική έκδοση, που συνοδεύεται από σύντομο κείμενο και σχόλια του Richard Whelan, παρουσιάζει 937 συνολικά φωτογραφίες του Capa - οι 935 ίσως άγνωστες στο ευρύ κοινό. Mε λίγη τύχη, θα συμβάλει στο λύσιμο της κατάρας.

ΕΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

Copyright (c) Γιάννης Σταθάτος 2004

Τα πνευματικά δικαιώματα του κειμένου αυτού ανήκουν στον συγγραφέα. Απαγορεύονται η άνευ αδείας αναλογική ή ψηφιακή αντιγραφή και η οπoιασδήποτε μορφής αναδημοσίευση. Επιτρέπεται εντούτοις η λήψη και εκτύπωση ενός μόνον αντιγράφου για σκοπούς αναφοράς, έρευνας και μελέτης.

Σημ.: ¶λλα κείμενα του Γιάννη Σταθάτου για τη φωτογραφία και την τέχνη είναι προσβάσημα στον διαδυκτιακό τόπο www.stathatos.net.

Ο φωτογράφος και μελετητής της φωτογραφίας Γιάννης Σταθάτος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτικές επιστήμες στο Λονδίνο, όπου και έζησε από το 1969 μέχρι πρόσφατα. Προσωπική καλλιτεχνική του εργασία έχει παρουσιασθεί σε πολλούς ευρωπαϊκούς εκθεσιακούς χώρους. Χρημάτισε συχνά επίτροπος μεγάλων εκθέσεων και διεθνών διοργανώσεων όπως η Μπιενάλε Φωτογραφίας του Ισραήλ και η Φωτογραφική Συγκυρία Θεσσαλονίκης. Η περιοδεύουσα έκθεση «Εικόνα & Είδωλο: Η Νέα Ελληνική Φωτογραφία, 1975-1995» που διοργάνωσε για λογαριασμό του Υπουργείου Πολιτισμού και ο 380 σελίδων κατάλογος που την συνόδευε αποτέλεσαν την πρώτη εις βάθος κριτική προσέγγιση της σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας. Ο Γιάννης Σταθάτος είναι τακτικός επιστημονικός συνεργάτης του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής των Φωτογραφικών Συναντήσεων Κυθήρων.

FOTOART-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ © 2001-2005 FOTOART ALL RIGHTS RESERVED